εἰδοποιέω
Skaidrojums
labot šo sadaļuSengrieķu valodas darbības vārds.
Sinonīmi
labot šo sadaļuἀναζωγραφέω ἀντιτυπόω ἀπεικάζω, ἀποζωγραφέω, ἀποπλάσσομαι, εἰδωλοποιέω, ἐκμιμέομαι, ἐκμορφόω, ἐκτυπόω, ἐνζωγραφέω, ἐντυπόω, ἐξεικονίζω, ζωγραφέω.
Sengrieķu valodas darbības vārds.
ἀναζωγραφέω ἀντιτυπόω ἀπεικάζω, ἀποζωγραφέω, ἀποπλάσσομαι, εἰδωλοποιέω, ἐκμιμέομαι, ἐκμορφόω, ἐκτυπόω, ἐνζωγραφέω, ἐντυπόω, ἐξεικονίζω, ζωγραφέω.